- κεχώρηκε
- χωρέωto be fond of dwelling inperf imperat act 2nd sgχωρέωto be fond of dwelling inperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεχώρηχ' — κεχώρηκα , χωρέω to be fond of dwelling in perf ind act 1st sg κεχώρηκε , χωρέω to be fond of dwelling in perf imperat act 2nd sg κεχώρηκε , χωρέω to be fond of dwelling in perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek